ονοματογραφία

ονοματογραφία
ὀνοματογραφία, ἡ (Α)
1. καταγραφή ονομάτων σε κατάλογο
2. ονομαστικός κατάλογος προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀνοματογραφία — ὀνοματογραφίᾱ , ὀνοματογραφία writing of names fem nom/voc/acc dual ὀνοματογραφίᾱ , ὀνοματογραφία writing of names fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοματογραφίαν — ὀνοματογραφίᾱν , ὀνοματογραφία writing of names fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοματογραφίαις — ὀνοματογραφία writing of names fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”